Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2017

Αναχωρήσεις

Εικόνα
Βγήκε ο κήρυκας στην αγορά Έσυρε τα σανδάλια του στον κεντρικό πεζόδρομο. Είδε τα άδεια πρόσωπα και τα Ενοικιάζεται στα μέτωπα τις σφιγμένες γραμμές των χειλιών και τα στρογγυλά μάτια που φώναζαν Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Είδε έτοιμες βαλίτσες από καιρό Στο να χέρι αυτές Και στ΄ άλλο τα μικρά παιδιά.                   Σαν βέλη σε άσκηση τοξοβολίας άρχισαν να τον τρυπούν οι σκέψεις Ουκ  επ άρτω μόνω  ζήσεται  άνθρωπος            Αλλά άνευ  άρτου δεν μπορεί να ζήσει καν, σκέφτηκε. Προχώρησε κι άλλο                                                                                                                Είδε τους ιθύνοντες να ανοιγοκλείνουν το στόμα αλλά μιλιά να μην ακούγεται μόνο ένας βόμβος να σου ενοχλεί  τα αυτιά                                 Κοίταξε ξανά τους ανθρώπους με τις βαλίτσες, Είδε τα μάτια τους, Το ένα να λυπάται, το άλλο να προσδοκά Ανάσταση νεκροζώντανων. Σκέφτηκε να φωνάξει, να τσιρίξει, να

Βρυκόλακες

Εικόνα
Εκείνη τη χρονιά πλάκωσαν σαν ακρίδες οι βρυκόλακες. Μας κυνηγούσαν, μας  έπιναν το αίμα μας ρουφούσαν κάθε ικμάδα ζωής Τους συναντούσες στα θέατρα, στις αίθουσες εκπαίδευσης, στην αγορά, παντού Εμείς αδύναμοι κυκλοφορούσαμε ανάμεσά τους, σέρναμε την ψυχή μας με ένα κορδόνι περασμένο στο λαιμό της κι αυτή ακολουθούσε κάθε μας βήμα. Οι πιο επικίνδυνοι  δεν ήταν  αυτοί αλλά εκείνοι οι φίλοι που κρεμούσαν οδηγίες πλεύσης στα κλαδιά του δέντρου της αυλής Μη μιλάς, μη λες τίποτα, κοίτα τη δουλειά σου κάτσε, λίγο αίμα θα πιουν, δεν θα πεθάνεις Έτσι βρήκαν συμμάχους στις εκμυστηρεύσεις της νύχτας και στις φλούδες των πορτοκαλιών Δεν μας ενοχλούσε το αίμα, Όχι, αυτό που ενοχλούσε ήταν η αγένειά τους, οι προσβολές τους, τα σαρκαστικά χαχανητά τους. Ναι, Στερούνται εκείνης της παιδείας που μικρός ενστερνίζεσαι, να μιλάς ευγενικά Αλλά, έτσι είναι, αγαπητέ μου, οι βρυκόλακες, κάνουν προπόνηση στην κακία και μόνο απαιτούν Κι εμείς

Αποχωρισμός

Εικόνα
Αποχωρισμός Μη φύγεις μείνε λίγο ακόμα. Συνήθισα τη μοναξιά και το σκοτάδι. Μα την απουσία σου δεν μπορώ ν’ αντέξω. Όταν είσαι εδώ όλα μοιάζουν πιο όμορφα απ’ ότι είναι τα δάκρυα γίνονται χαμόγελα. Τώρα που φεύγεις η ψυχή λιγοστεύει θλίψη σ’ επανάληψη. Υποσχέσου πως θα βρεθούμε ξανά κι ας είναι ψέμα να παίρνω κουράγιο περιμένοντας να επιστρέψεις. Κι αν εκεί που πας είναι για καλό τότε τρέχα φύγε εγώ θ’ αντέχω ξέροντας πως είσαι πια ευτυχισμένος.  Μαρία Ορτουλίδου Φωτογραφία Μαρία Ορτουλίδου

Ημερολόγιο Ημέρας

Εικόνα
Έκοψα τις φλέβες μου σήμερα μα δεν αισθάνθηκα τίποτα, ούτε πόνο, ούτε γεύση. Ένα μικρό κόψιμο ήταν άλλωστε. Υπάρχουν και εκείνα, τα πιο βαθιά που κανείς δεν τολμά να τ’ αγγίξει. Ποια είμαι; Κοιτάζω τα πράγματα μου. Αυτά είναι τα βιβλία μου, τα ρούχα μου, οι φωτογραφίες μου, οι αναμνήσεις, η ιστορία μου. Όμως όλα μοιάζουν ξένα, σαν να μην είναι δικά μου, σαν να παρατηρώ κάποιον άλλο. Και τι είμαι; Είμαι γυναίκα; Είμαι άνδρας; Παιδί; Είμαι άνθρωπος;  Πρόσωπα περνάνε από πάνω μου, μέσα μου μα δε νιώθω τίποτα. Θα έπρεπε; Άλλωστε όλα διαρκούν για λίγα λεπτά, για μια στιγμή. Όταν τελείωσε είπε κάτι. Εγώ δεν άκουσα και άρχισε να φωνάζει πως είμαι πολύ ψυχρή και πως δε θα ξαναρθεί. Ήθελα να κοιμηθώ. Μεθαύριο θα ερχόταν πάλι, όχι επειδή ένιωθε κάτι, νομίζω. Απλά είχε γίνει κι αυτό συνήθεια, ρουτίνα. Δεν τους αντέχω για πολύ ώρα. Αμέσως διώχνω τα πρόσωπα τους από τη μνήμη μου. Δεν θέλω να θυμάμαι.  Μεγαλώσαμε και τα σπίτια μοιάζουν με φυλακή. Κάποιος είπε τη λέξη ασφάλεια. Οι τοί

Αποφάσεις

Εικόνα
Ξυπόλητος και με κοντό το παντελόνι τρέχει στην τελευταία την στροφή, εκεί,  ανάσες παίρνει καθώς το στήθος το μικρό φουσκώνει  ξεφουσκώνει … αυτή την πεταλούδα του ποτέ δεν θα την φτάσει, ατέλειωτο κυνηγητό και πάντα τον νικάει στο ίδιο το σημείο, εδώ, σαν φτάσει πάντα χάνει. Ισιώνει τώρα το μαλλί, σκουπίζεται μια στάλα με το μανίκι το παλιό  το πρόσωπο περνάει Στον ώμο βλέπει, ευτυχώς, να κρέμεται ακόμη το  πάνινο ταγάρι. Δυο τρεις ανάσες στη σειρά, στα γόνατα τα χέρια και μόλις ξεκουράζεται  τον μύλο πλησιάζει. Κάνει κουράγιο και μιλά και σκύβει το κεφάλι, τα ίδια λόγια πάλι, σιγά πολύ σιγά -αλεύρι θέλω για ψωμί κι η μάνα μου περνάει για πληρωμές και οφειλές στο τέλος της βδομάδας. Μαζεύτηκαν πολλά, o  μυλωνάς του λέει όμως να μ΄ αλεύρι γέμισα όλο σου το ταγάρι Κι η ανηφόρα πια βαριά, σιγά την ανεβαίνει και τρέχει μακριά ο λογισμός  κι αναπαμό δεν έχει. Μια πέτρα βρίσκει και κλωτσά με τα γυμνά του πόδια, ούτε τον πόνο νιώθει πια, μον΄ τα πικρά τα λόγια.

Οκτώ - Δέκα

Εικόνα
Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι Η βροχή χτυπούσε τα παράθυρα Εκείνος έκανε να πει την προσευχή Έδεσε τα δάχτυλα μπροστά από το στόμα Κύριε, ευλόγησε τον πόνο, είπε, γιατί μόνον αυτός δίνει καρπούς Ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι Μα δε θα μείνεις λίγο ακόμη; τον ρώτησα, λείπεις τόσα χρόνια... Χαμογέλασε πικρά και μπήκε πάλι στην κορνίζα Μαρία Ζαγκλαρά Φωτογραφία pixabay

Έκδοχα Ονείρων

Εικόνα
Αιχμάλωτο πουλί σε νοητικά κλουβιά Αδυνατώ να πετάξω προς το φως περιορισμένος σε έκδοχα ονείρων Από μικρός παλεύω με τα αξεδιάλυτα του νου Κομμάτια ακανόνιστα οι σκέψεις τα πρέπει ατενίζουν της άνεσης την αίγλη Πως να ξεφύγω από τα όρια που ο ίδιος έχω θέσει; Πάντα θ΄ακροβατώ φορώντας κράνος και γυαλιά με δίχτυ ασφαλείας που μόνος θα έχω πλέξει Σοφία Κιόρογλου Φωτογραφία pixabay

Επιλογή

Εικόνα
Νιώθεις σαν ένα ανυπεράσπιστο έμβρυο μες τη βροχή. Χτυπάς τη γροθιά σου στον τοίχο. Ματώνει. Ουρλιάζεις. Λες πως με μισείς γιατί τώρα έγινες άνθρωπος, αισθάνεσαι και πονάς. Πήγες και κάθισες στο παγκάκι. Και μονολογείς «Δεν ξέρω πως φέρονται οι ερωτευμένοι. Δεν άκουσα και δε βγήκε από τα χείλη μου ποτέ αυτό το ρήμα. Δε μ’ αγκάλιασαν και δεν αγκάλιασα. Δε με χάιδεψαν και δε χάιδεψα. Ξέρω μονάχα να ξεριζώνω αναμνήσεις, να καταστρέφω το παρελθόν. Συνέχεια φεύγω, δεν μπορώ να μείνω σ’ ένα μέρος, μετά από λίγο γίνεται ξένο.» Σιωπή. Συνεχίζω. «Κι εγώ θέλω να  φύγω. Όλα εδώ με πνίγουν. Ένας κατήφορος κι εγώ περιμένω το τέλος. Αυτό το ρήμα το μισώ. Δε μ’ αρέσει ν’ αγγίζω τους ανθρώπους. Ίσως μόνο… Δεν μπορώ να γελάσω Δεν μπορώ να κλάψω. Δε νιώθω τίποτα. Περίεργο. Κάτι έχει αλλάξει, κάτι χτυπάει μέσα μου. Τι είναι; Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Τι συμβαίνει;» Με κοίταξες και είδα στα μάτια σου, για πρώτη φορά, φόβο. «Τι θα κάνουμε;» Και ο χρόνος σταμάτησε εκε

Φτερά

Εικόνα
Ο γιατρός προσπαθεί να μας  προετοιμάσει. Είναι ζήτημα ωρών, ακούω και δεν πιστεύω. Δεν θέλω και δεν μπορώ. Με κοιτάς με βλέμμα απλανές. Δε βλέπεις. Σου βάζω τα τραγούδια που σου αρέσουν, να σε βγάλω από το λήθαργο, να σε γυρίσω πίσω. Με κοιτάς, δείχνεις να ακούς. Με βγάζουν έξω, ο Γιώργος διαβάζει μια προσευχή, δακρύζει. Απορώ, γιατί; Ο Χρήστος προσπαθεί να σε αποχαιρετήσει, σου μιλάει. Φεύγω, θα σε δω αύριο που θα πέσει ο πυρετός. Χτυπάει το τηλέφωνο, 2.00 μμ. Έλα, το μηχάνημα έχει πρόβλημα, δεν μπορεί να αναπνεύσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Λες; Μήπως; Έρχομαι, ας πάρω τα καλά σου ρούχα, να σε ντύσω αν… ξέχασα τα παπούτσια, όχι… δεν νομίζω. Θα ζήσεις!!! Δεν μπορεί, δεν θα φύγεις, όχι σήμερα. Βλέμματα άδεια, πόνος βουβός… πού κρύφτηκαν όλοι; Ανοίγω την πόρτα. Ένα σεντόνι λευκό σε σκεπάζει. Δεν το σηκώνω. Το χέρι σου είναι  έξω, το αγγίζω, είναι ακόμα ζεστό. Το πιάνω, το φιλάω, το φιλάω. Δεν θέλω να το αφήσω, μη τυχόν και μου φύγεις. Γιατί; Αυτό το χέρι με έπιανε, με χάιδευε

Απουσία

Εικόνα
Ευχές, χρόνια που έρχονται, χρόνια που φεύγουν, άνθρωποι που χαράζουν την απουσία τους με λεπίδα. Κι εμείς εκεί, πιασμένοι στην αχτίδα του ήλιου, στην άκρη του φεγγαριού, να γίνεται η ματιά μας κουρνιαχτός, το δάκρυ μας ασημένια λίμνη και  η ανάσα των ονείρων μας χάδι απαλό και φιλί στο στόμα γι αυτούς που δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ πια, γι αυτούς  που ταξιδεύουν στα σύννεφα Ανδριάνα Γιδαροπούλου Φωτογραφία pixabay

Πρωί Πρωί

Εικόνα
Μες το μακρύ το νυχτικό και τη λευκή δαντέλα πρωί πρωί κατέβαινες τις σκάλες όλο χάρη∙ τα δυο φλιτζάνια του καφέ το χέρι σου θα πάρει και θα τ  αφήσει δίπλα μου∙ θα με φωνάξεις, «έλα». Θυμάμαι πως σε κοίταζα την πόρτα μου ν ανοίγεις, πως έλαμπε το πρόσωπο στο πρωινό της μέρας και τα μαλλιά πως τρέμανε σαν φύσαγεν αγέρας. Πώς έτρεμε και η καρδιά μην τύχει και μου φύγεις. Σε βλέπω που πλησίαζες με βλέμμα όλο γλύκα, τα χέρια να τυλίγονται κι ένα φιλί να σκάει, να σκύβω και να σε κρατώ, να διώχνω κάθε πίκρα. Και τώρα που μαι μοναχός χωρίς εσένα πλάι, χωρίς φιλί, χωρίς καφέ, χωρίς το φως του κόσμου, κοιτώ την πόρτα και θαρρώ πως είσαι πάλι μπρος μου. Στους γονείς μου Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτογραφία pixabay

Αποδράσεις

Εικόνα
Μ΄ένα κλωνί βασιλικό στα χέρια να μυρίζω και μ΄ ένα άσπρο φόρεμα μια μέρα θα το σκάσω Θ΄ανέβω πόθους και χαρές χαλίκια θα πατήσω και τα γυμνά τα πόδια μου θα τρέχουν στα λαγκάδια. Μες στις σπηλιές θα χώνομαι και κάτω από τα δέντρα κρυφτό θα παίζω ακούραστο με το λευκό το φως. Θυμάρια θα σκαλώνουνε στα μαύρα τα μαλλιά μου και ρίγανη στα χέρια μου βραχιόλι ακριβό. Σαν θα πεινώ θ΄ αναζητώ καρύδια κι άγρια μήλα και μια γουλιά άσπρο ουρανό για να με ξεδιψάσω Κι όταν ματώσουν τα γυμνά, τα τρυφερά μου πόδια θ΄ απλώσω κάτω για ποδιά το άσπρο μου φουστάνι να πέσουν τ΄ άστρα του ουρανού κι όλα να τα μαζώξω, να φτιάξω χαμόγελα χρυσά για τα μακριά μαλλιά μου να χτενιστώ, να στολιστώ μόνο για σε, καλέ μου. Σέβη Κωνσταντινίδου  Φωτογραφία pixabay

Στις τσέπες κουδουνίζουν οι έγνοιες τους

Εικόνα
Ξυπνάνε… Κι έχουν στα μάτια, ακόμα, του ύπνου ακμαία, τα κρόσσια!... Πίνουν απ΄τον καφέ τους, μια γουλιά… Ρίχνουν μια γρήγορη ματιά, στον καθρέφτη… Ξεκινάνε!... Στις τσέπες, κουδουνίζουν οι έγνοιες τους… Κι είναι κιόλας, η μέρα γύρω από το λαιμό της περασμένη!... Γι άλλους κολιέ. Γι άλλους θηλειά!... Τάσος Σ. Μάντζιος Φωτογραφία pixabay