Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

Από την αρχή ξανά

Εικόνα
Κι ήρθαν εκείνες οι μέρες με τον ήλιο κρυμμένο στα μαλλιά με τα μάτια διάπλατα μες στα ερωτηματικά -ποιος είσαι; τι κάνεις εδώ; τι θέλεις από μένα;- με ένα μειδίαμα στο πρόσωπο λειψό να απλώνουν μια σιωπή πηχτή κι αδιαπέραστη γαλακτερή σαν την ομίχλη ανάμεσα στα χέρια στα χέρια που τώρα πια δεν ξέρουν   που να σταθούν, τι να κρατήσουν πώς να κλείσουν τη γεμάτη εκείνη βαλίτσα πώς να αφήσουν κάτω στο χρωματιστό χαλί ένα αντίο, ένα γεια, ένα χάρηκα πολύ που ακόμη περισσότερο λησμονούν πώς να ψηλαφίσουν το άλφα πάλι και το βήτα το γάμα και το δέλτα  και σαν φτάσουν ίσαμε τ΄ωμέγα - αν επανέλθουν θύμησες παλιές- ίσως καταφέρουν να απαντήσουν ξανά σε κείνα τα βασανιστικά ερωτηματικά Σ. Κωνσταντινίδου φωτογραφία StockSnap/pixabay

Πρόβλημα

Εικόνα
Αυτό το φθινόπωρο μου κοκκίνισε τα μάτια και τώρα τα βλέπω όλα κόκκινα Σέβη Κωνσταντινίδου Πρώτη δημοσίευση Φωτογραφία HuangSoon/pixabay

Δικαιολογίες

Εικόνα
Έρχεται συχνά μερικές φορές και κάθε βράδυ θα ακουμπήσει το χέρι στο μέτωπο θα χαϊδέψει το κεφάλι και καθώς τα σγουρά της τα μαλλιά θα πέφτουν στο πρόσωπό μου εγώ θα παίξω με κείνη την ατίθαση μπούκλα που πάντα ξέφευγε θα μυρίσω την ανάσα της και θα κλείσω τα μάτια όπως τότε που τίναζα τα πόδια και τα χέρια στο μικρό κρεβάτι. Θέλω να ξέρω, της λέω, τί δικαιολογίες βρίσκεις και το σκας από κει πάνω κάθε τρεις και λίγο Α, απλά πράγματα, μου λέει - πάω μια βόλτα, πάω να ρίξω μια ματιά, δεν αργώ, έρχομαι αμέσως, θέλετε να φέρω τίποτα; ναι, εδώ κοντά θα είμαι. Ύστερα με σκεπάζει μου ρίχνει το τελευταίο φιλί και αφού βεβαιωθεί πως η μπαλκονοπόρτα είναι κλειστή παίρνει την ανηφόρα. Μάνες, δεν γλιτώνεις ποτέ από δαύτες. Σέβη Κωνσταντινίδου Πρώτη Δημοσίευση Φωτογραφία pixabay/kellepics 

Επιμονή

Εικόνα
Ωσάν σαλιγκάρι που χαράσσει δρόμο σε τοίχο ανήλιο απερίσπαστο από τους ήχους της αυλής γίνομαι ιχνηλάτης εγώ μιας μνήμης ακατέργαστης ανάμεσα στο ναι και το όχι σου Σέβη Κωνσταντινίδου Πρώτη Δημοσίευση Φωτογραφία LwcyDesign/Pixabay

Εγκλεισμός

Εικόνα
Εκείνες οι μεγάλες  χρυσόμυγες - που κυνηγούσαμε στον  θάμνο της αυλής θυμάσαι; μια δυο σαν πιάναμε κοιτούσαμε το χρύσισμα στα πράσινα φτερά τους και αφού τις  ζυγίζαμε στην ανοικτή παλάμη τις αφήναμε ξανά στον ήλιο φυλακτό Μόνο οι μεγαλύτεροι τις έδιναν ζάχαρη και στέγη μέσα σε κείνα τα σπιρτόκουτα το ένα πάνω στ ΄ άλλο σαν συρταριέρες  μιας άλλης εποχής - αυτές πρασίνισαν σήμερα το χάραμα της μέρας καθώς σεργιανούσαν  στις άκρες των δακτύλων κι έκαναν  τραμπάλα στ΄ αχτένιστα μαλλιά μου Πρώτη Δημοσίευση Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτογραφία pixabay/jplenio

Το κίτρινο τριαντάφυλλο

Εικόνα
Έχωσε  το χέρι του στη δασιά φυλλωσιά του καταπράσινου φράχτη, για να κόψει ένα τριαντάφυλλο.  Ήταν μικρό και δροσερό, όπως η αγαπημένη του. Το χρώμα του κίτρινο, ταίριαζε με την προσωπικότητα της, αισιόδοξη και παρορμητική. Ήταν το δέκατο έβδομο  που έκοβε για χάρη της, όσα και τα χρόνια της.  - Το κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους… του παραπονέθηκε για την επιλογή του, την πρώτη φορά.  - Είναι φωτεινό, όπως το χαμόγελο σου! της διόρθωσε το σκεπτικό εκείνος.   Αμέσως το καθαρό πρόσωπο της έλαμψε από χαρά, ενώ το στόμα της γέλασε με ικανοποίηση.     Αυτό που κρατούσε στα χέρια του, θα της το πρόσφερε απόψε, ανήμερα των γενεθλίων της. Θα συνοδευόταν με την πολυπόθητη πρόταση, που όλα τα κοριτσόπουλα κάποτε θέλουν να ακούσουν από το στόμα του καλού τους.   Συναντήθηκαν στο κοντινό άλσος, στο γνωστό παγκάκι. Την υποδέχτηκε με το τριαντάφυλλο και ένα γλυκό φιλί. - Χρόνια πολλά!  Εκείνη το κράτησε στα απαλά της  χέρια και κάθισε μαζί του στο παγκάκι. Καθώς  χάιδευε το μ

Για σένα

Εικόνα
Μπορεί να μη βρεθούμε να μην ξαναδώ το πρόσωπό σου που τόσο λατρεύω ποτέ. Μα όπου και να ΄μαι αν με χρειαστείς θα έρθω στα όνειρα σου. Πάντα θα είμαι εκεί. Να σε βλέπω ν’ ανθίζεις κι ας είμαι μακριά σου. Μαρία Ορτουλίδου Φωτογραφία thanh262k/ pixabay

Άτιτλο

Εικόνα
Προσπέρασαν οι νεραϊδοπαρμένοι Άσημοι εραστές του φεγγαριού Μ' ένα κλαψιάρικο βιολί Μια νύχτα και μπαρκάρανε Τώρα η σκιά τους στα νερά Φέγγει σαν δρόμος Ίσα βαθιά στη λησμονιά Στη θάλασσα που όλο σωπαίνει Δημήτρης Παπακωνσταντίνου Φωτογραφία Dieter G/ pixabay

Αντιπερισπασμός

Εικόνα
Ήθελα να σου μιλήσω  για το χρώμα του αέρα  που με ξυπνάει χαράματα τα πρωινά για τον κάματο της σκέψης  που ξεγλιστράει μέσα απ΄ το κλειδωμένο συρτάρι για την καταπίεση της πράξης  που με στοιχειώνει με τα πρέπει της καθώς κρέμεται απ΄ το ταβάνι για κείνη την άτακτη φλεβίτσα που παίζει κάθε τόσο ταμπούρλο στον λαιμό μου ήθελα… τελικά το μόνο που σου είπα ήταν  δες κι άπλωσα το χέρι   στη μικρή πασχαλίτσα  που σκαρφάλωνε τον άσπρο τοίχο  του σπιτιού Σέβη Κωνσταντινίδου  Πρώτη Δημοσίευση Φωτογραφία pixabay

Άρον, άρον

Εικόνα
Κι αρχίζουν τα λόγια να στερεύουν, αρνιούνται να βγούν στο φως που καίει κι η καρδιά βαραίνει, αρνείται να ακούσει αρνείται να δει. Σιγή. Τόση αλληλεγγύη σε ποιο αστείο να χωρέσει ποιος στίχος θα δεχτεί λειψές λέξεις να παίξει. Οι θέσεις γεμίσαν, το θέατρο κατάμεστο περιμένει το έργο ν΄ αρχίσει. Κι οι ενδιαφερόμενοι είναι όλοι εκεί. Ντυμένοι στα καλά τους περιφέρονται με σάλια που τρέχουν και με μάτια υγρά από λαχτάρα να διαμοιράσουν τα ιμάτια αυτών. Μα τί περιμένουμε, αδημονούν και λυπούνται είναι δυνατόν να μην είμαστε όλοι μαζί; Υπάρχει ψωμί για όλους, πολύ Ο χρόνος τρέχει, να φύγει να χαθεί. Στο βάθος θολό το Κολοσσαίο προβάλλει- λυπάμαι, σε ξεπεράσαν άλλοι ναοί. Λοιπόν, η ώρα περνά κι εμείς είμαστε όλοι εδώ Ας τελειώνουμε νωρίς, Άρον άρον σταύρωσον Αυτήν. Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτογραφία Pexels/ pixabay

Ταξίδι

Εικόνα
Πεδίο αναχώρησης  το βλέμμα σου άλλοτε για  κόλαση κι άλλοτε για παράδεισο Πρώτη Δημοσίευση Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτογραφία pixabay

Η μυρωδιά των εξατμίσεων

Εικόνα
Εκεί που ήταν η φωλιά της αλεπούς, και το κλαδί του γκιώνη, εκεί που μοσχομύριζε ρίγανη και θυμάρι, τα κλάξον τώρα και τα φρεναρίσματα. Τα ξωτικά που χόρευαν στα ξέφωτα του λόγγου, κάτω από την Πανσέληνο, τώρα, στη μυρωδιά των εξατμίσεων εθισμένα, τρέχουνε, πίσω απ΄τ΄αυτοκίνητα. Κι οι ντροπαλές νεράιδες των πηγών, κάνουνε στις νταλίκες οτοστόπ με ανοιχτό, τάχα, απρόσεκτα το μπούστο Τάσος Σ. Μάντζιος Πρώτη Δημοσίευση Φωτογραφία Pixel2013/ pixabay.com

Ξενύχτι

Εικόνα
Απόψε κρεμάστηκα από τα λόγια σου από ένα ίσως και ένα θα κι έμεινα όλο το βράδυ μετέωρη Σέβη Κωνσταντινίδου Πρώτη Δημοσίευση Φωτογραφία Ventus/ pixabay

Ύπνος ανεφέλωτος

Εικόνα
Είδαν τα μάτια να χαμηλώνουν στις ρίζες της ιτιάς τα χείλη να γίνονται μια ίσια γραμμή στο λευκό πρόσωπο τα χέρια να κατεβαίνουν  σε τροχιά παράλληλη του σώματος το σώμα διάφανο, άνευρο χωρίς ήχους προειδοποίησης κι έτσι πήγαν να κοιμηθούν ύπνο ανεφέλωτο, ανεπαίσχυντο κι ειρηνικό χωρίς καταιγίδες κι επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα ανυποψίαστοι  δεν είδαν  εκείνο το ελαφρύ αεράκι να τρεμοπαίζει στις λίμνες των ματιών να χαράζει την ακύμαντη επιφάνεια να δυναμώνει να διαπερνά τα μακριά ματόκλαδα  και να ξεχύνεται άνεμος τιμωρός  στο πέρασμα της νύχτας Δεν το είδαν κι έτσι το πρωινό τους βρήκε αναμαλλιασμένους  να μαζεύουν τα νερά της πλημμυρίδας Πρώτη Δημοσίευση Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτογραφία Chraecker/ pixabay

Των ημερών ετούτων

Εικόνα
Θλίβομαι. Θλίβομαι όταν με υποτιμούν, όταν με αγνοούν , όταν με κάνουν αόρατη να νιώθω. Θλίβομαι. Θλίβομαι όταν δεν μ΄ αφήνουν τα λόγια μου κάτω να ακουμπήσω, τις σκέψεις μου να ξεσκονίσω και να ξεκρεμάσω μνήμες συφοριασμένες από ψηλά πατάρια. Θλίβομαι, όταν με υποτιμούν και νομίζουν πως με βομβαρδισμούς και επαναλήψεις με χέρια που κουνιούνται απειλητικά μέσα από συχνότητες κουρασμένες θα οδηγηθώ σε μια κατάφαση - βάλε άνω τελεία. Θλίβομαι, όταν ξανά με υποτιμούν και νομίζουν πως με απαξιώσεις και σχόλια ειρωνικά με πένες όχι Φλωρίνης αλλά οδύνης μέσα από ίνες διαδικτύων θα οδηγηθώ σε μια άρνηση. Ευθύνες μεγάλες οι γράφοντες αλλά και οι μη γράφοντες. Να γράφει κανείς ή να μην γράφει; Και κάτι ρήσεις παλιές, ξεχασμένες, κάτι για διαφωνίες, κάτι για ελευθερίες κάτι, λέει, για δικαιώματα των ανθρώπων και των λαών - όλες μανταλωμένες μέσα σε βαριά σεντούκια, πάνω σε σοφίτες αραχνιασμένες. Κι ένα γραμμόφωνο, σκουριασμένο κι αυτό, τ ακούω, κάτι πάει να πει;

Ενήλικοι καιροί

Εικόνα
Βοηθάτε στίχοι, μ΄όλη σας την ικμάδα την τροχαλία τραβήξτε, να σηκωθούνε τα φεγγάρια απ΄τους ασπάλαθους, τη δύναμή σας όλη βάλτε ποιήματα, να ΄ρθουν ενήλικοι καιροί και άνθρωποι γεμάτοι ν΄ απλώνουν την καρδιά στο φως, ν΄ αδειάζουν της ψυχής τις τσέπες από τα μουχλιασμένα ψίχουλα, μπολιάστε, ποιητές, εδώδιμα όνειρα, χαρούμενα σκιάδια ελπίδας στο λιοπύρι, να ξημερώσει μια εποχή χρωμάτων κι αρωμάτων, χωρίς μπαστούνι να βαδίζουμε, δίχως την χρεία ποιητών και ποιημάτων. Τάσος Σ. Μάντζιος Φωτογραφία 95C/pixabay.com

Μια αδιόρατη γραμμή

Εικόνα
Παράδεισος  και Κόλαση, με μια λεπτή κλωστή χωρίζονται. Μια αδιόρατη γραμμή, που, όποτε θέλεις, την περνάς. Καμιά δεν έχουν διαφορά. Μονάχα που στην Κόλαση, τα χέρια πάντα έχουν στις τσέπες. Μα, στον Παράδεισο, κρατάει σφιχτά, ο ένας το χέρι του άλλου. Τάσος Σ. Μάντζιος Φωτογραφία pixabay Πρώτη Δημοσίευση Ουρανοδρόμιο

Ποτέ δεν είσαι ήσυχος

Εικόνα
- Διάολοι, ε, διάολοι, είπε κι άφησε  το δεύτερο κουταλάκι στον νεροχύτη πλαταγίζοντας τα χείλη. Με την ξύλινη κουτάλα ανακάτεψε ακόμη μια φορά το φαγητό και σιγούρεψε την ένταση της κουζίνας στο μισό. «Είναι σχεδόν έτοιμο», σκέφτηκε και μετά ξανάπιασε τους διαόλους από κει που τους είχε αφήσει. - Διάολοι, ε, διάολοι, ξανάκανε  κι άρχισε να πλησιάζει τις φωνές και τις εικόνες. Συνήθεια κακή, να της αφήνει την τηλεόραση ανοικτή κάθε φορά που έφευγε. Λες κι ήθελε να της υπενθυμίζει την παρουσία του ή την απουσία του όσο αυτός θα έπινε το πρωινό τσιπουράκι  στο καφενείο. Αυτή προτιμούσε το πορτοκαλί ραδιοφωνάκι της, από τότε που ήταν κοριτσάκι ακόμη, εδώ και 60 χρόνια. Κοίταξε τη σκόνη και τα χαλάσματα, κάτι σκιές να τρέχουν εδώ κι εκεί, βουή και θόρυβος πάνω από τα κεφάλια. Ο εκφωνητής με ήρεμη φωνή εξηγούσε, δεν άκουσε και πολλά. Κάτι για χημικά, κάτι για ειρήνη, κάτι για παιδιά… - Χημικά και σκατά, είπε και άπλωσε τις παλάμες ανοικτές τη μια πάνω στην άλλη. Δεν θυμόταν α

Της αντοχής το υφαντό

Εικόνα
Αν ήταν η δικαιοσύνη σου αγάπη, ή ένα χαμόγελο αφημένο στην πόρτα μου το πρωί, αν το αδέκαστό σου τρυφερότητα ήταν αν, λέω σε κρατούσε ξάγρυπνη η προσμονή κάποιου τριξίματός μου στα σκαλιά σου, θα φρόντιζες να αργήσει να τελειώσει της αντοχής το υφαντό. Θα σκάλιζες στην αγκαλιά σου μια στοργή. Θα κένταγες δυο ηλιαχτίδες αντικρύ στην πρόγνωση του αυριανού καιρού, που θα ΄ναι βροχερός μακριά σου. Τάσος Σ. Μάντζιος Τα οξέα του ποιήματος, εκδόσεις Ευ Φωτογραφία Καλλιόπη Ποζουκίδου

Επιθυμίες

Εικόνα
Το μολύβι που σημειώνεις τα ραντεβού στην αντζέντα το φυλλαράκι που απομακρύνεις από το παρμπρίζ το πρωινό το κουμπί του πουκαμίσου στη λακκουβίτσα του λαιμού το κλειδί στην εσωτερική, αριστερή τσέπη του μπουφάν σου. Όταν μικρύνω αυτά θέλω να γίνω. Προς το παρόν παραμένω η μαργαρίτα που κοιτάς στο τραπεζάκι της αυλής. Σέβη Κωνσταντινίδου φωτό Σέβη Κωνσταντινίδου

Προσδοκίες

Εικόνα
Κάθε βράδυ κοιτούσαμε το φεγγάρι μέσα από τα φύλλα του δέντρου της αυλής τα λόγια όστρακα σκόρπια στην άκρη στο τραπέζι ισορροπούσαν αλύγιστα σε σιωπή επικίνδυνη Κάθε βράδυ περίμενα μάταια χρόνια και χρόνια να κατεβάσεις το φεγγάρι να το περάσεις κολιέ στο λαιμό βραχιόλι στο μπράτσο ή έστω δαχτυλίδι στον παράμεσο του χεριού μου Ο λαιμός Το μπράτσο Ο παράμεσος όλα ήταν εκεί όταν το ξεκρέμασες μια δροσερή βραδιά εγώ έλειπα είχα στην ποδιά μου τα λόγια που δεν είπαμε και τα έριχνα χαλίκια στον δρόμο που άφηνα πίσω μου όχι για να τον σημαδέψω αλλά για να ελευθερώσω τα χέρια μου Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτό aalmeidah/pixabay

Το έβγαλες;

Εικόνα
-   Το έβγαλες; -  Ποιο; -  Για να ρωτάς, δεν το έβγαλες, μου είπε στο τηλέφωνο. Η γιαγιά, μια Μεγάλη Πέμπτη πριν χρόνια πολλά.  -  Θα το βγάλω, τώρα. -  Τώρα   είναι αργά. Σιγά μη σε περιμένουν μέχρι τις 12. -  Με περιμένουν, σιγά μη φύγουν. Κλείσε. Και το έβγαλα. Και το βγάζω κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Το κόκκινο πανί. Και το αφήνω όλη την ημέρα. Μέχρι τις δώδεκα το βράδυ. Και μπορεί και να είμαι η μόνη, μα καθόλου δε με πειράζει. Όπως δε με πειράζει που θυμιάζω κάθε παραμονή Χριστουγέννων και παραμονή Πρωτοχρονιάς. Δηλαδή όχι εγώ, βάζω τον άντρα μου να θυμιάσει γιατί έτσι θέλει το έθιμο, το αντέτι. Α, όλα κι όλα εμείς σεβόμαστε τους άντρες μας και δεν τους παραγκωνίζουμε. Εμείς εκεί, στα ορεινά. Τη Μεγάλη Πέμπτη όμως το κόκκινο πανί το βγάζουμε εμείς, οι γυναίκες. Όπως και να το κάνεις είμαστε πιο εξοικειωμένες με τους εκεί, δες και τον Χριστό. Τι νομίζεις, τυχαία παρουσιάστηκε πρώτα σε γυναίκες; Όχι, βέβαια. Λοιπόν, πρωί πρωί χαραΐ -χαράματα δηλαδή-, Μεγ

Σκιές

Εικόνα
Με γκρέμισες, με ρήμαξες     κι άφησες τα   σωθικά μου να κοιτούν τον ουρανό.     Η εφορία, είπες, αυτή φταίει.     Κι ο ήλιος τώρα μαυρίζει τα δοκάρια και τις πέτρες.     Κι η βροχή ξεκλειδώνει τις μνήμες και το χιόνι παγώνει τα μυστικά που ξεχειλίζουν πια από τα συρτάρια. Δεν μ΄ ενοχλεί ο ήλιος, η βροχή μήτε το χιόνι αυτά όμως τα μαύρα κοράκια δεν τα μπορώ. Έρχονται κάθε βράδυ, μόλις πέσει το σούρουπο  και γεμίζουν τις τσέπες   και τα μανίκια τους με πυρότουβλα.  Είναι καλά για το τζάκι, ψιθυρίζουν.  Μα ρωτήσατε τον ιδιοκτήτη; λέει ο γείτονας με την ίσια γραμμή στα χείλη.  Βεβαίως, βεβαίως λεν τα κοράκια μειδιώντας.  Και πηδούν τον φράχτη όπως έχουν έρθει  και φεύγουν μέσα στη νύχτα χωρίς κανείς άλλος να τους δει. Έτσι νομίζουν.  Γιατί δεν βλέπουν τις σκιές στην άκρη του δρόμου,  αυτές με το άσπρο πρόσωπο και το άδειο βλέμμα.  Το βλέμμα που τρέχει πίσω τους  και σαν μαχαιριά καρφώνεται στην πλάτη.      Κωνσταντινίδου Σεβαστή φωτογ

Ήρωες

Εικόνα
Κάθε βράδυ ζητούσε κάποιον να την προστατέψει. Μια μέρα ήρθε και έγινε λύκος έγινε δράκος «Κανείς δεν θα σε πειράξει δε θα σ’ αγγίξει όσο είμαι εγώ  εδώ. Στο ορκίζομαι, μικρή μου». Και εκείνη εύθραυστη καθώς ήταν κούρνιασε στην αγκαλιά του και άφησε τα μεγάλα χέρια να τη σκεπάσουν. Σαν πέρασε ο καιρός ήξερε πως έπρεπε να φύγει. Εκείνη είχε δυναμώσει μπορούσε να τα βάλει και με ολόκληρα θεριά δεν τον χρειαζόταν πια. Όμως δεν μπορούσαν ν’ αποχωριστούν ο ένας τον άλλο. Κι έτσι έμειναν μαζί όχι από ανάγκη αλλά επειδή αγαπιόντουσαν βαθιά.  Μαρία Ορτουλίδου Φωτογραφία  Sleeping with Dragons - Sigmadog

Ηλιοθεραπεία

Εικόνα
Μπλεχτήκανε τα πρέπει τους στα μακριά μαλλιά της πέτρες βαριές κρυφτήκανε κάτω από το φως του ήλιου κι έγιναν σάρκα από τη σάρκα της και οστά απ΄ τα οστά της Στο γύρισμα του κεφαλιού αντίβαρο στα θέλω να το τραβούνε σταθερά ολοένα προς τα κάτω τα βλέφαρα να ανοίγονται και να κοιτούν το χώμα σε μια ευθεία να ισορροπούν, ποτέ λίγο πιο πάνω Ανίκανα να σηκωθούν τα σύννεφα να δούνε και τ΄ άσπρο εκείνο πούπουλο  στο δέντρο να σκαλώνει. Κι ήρθε μία Άνοιξη κι ήρθε ένα Καλοκαίρι κι ένα πρωί που κουβαλά στους ώμους του το γέλιο και ξάπλωσε αυτή εκεί μέσα στις μαργαρίτες Τρεμόπαιξαν για μια  σταλιά τα μαύρα τα μαλλιά της κι απλώθηκαν αθόρυβα πάνω στην πρασινάδα και βγήκε ο ήλιος κι έλαμψε, κιτρίνισε η πλάση και χάιδεψε το πρόσωπο και το γυρτό κεφάλι κύλησαν  πάνω κι έπαιξαν κρυφτό οι ηλιαχτίδες και ζέσταναν και έκαψαν κάθε βαρύ φορτίο. Σαν άνοιξε τα μάτια της κι έκατσε στο χώμα τον κόσμο γύρω κοίταξε λες και γεννιέται τώρα Ο θόρυβος την τρόμ

Κάτω από την αμυγδαλιά

Εικόνα
Κάτω από την αμυγδαλιά της αυλής ακουμπήσαμε τα νεογέννητα όνειρά μας Σκύψαμε από πάνω τους κι όλο χαρά τα είδαμε να κουνούν πόδια και χέρια να ψάχνουν με τα μάτια τη φωνή μας να χαμογελούν Τα είδαμε να μεγαλώνουν, να γίνονται πολύχρωμα να αλλάζουν σχήμα και φωνή να αυτονομούνται Κι ύστερα μια μέρα με το πρώτο αεράκι της αυγής να σηκώνονται, να ανεβαίνουν Ολοένα να ανεβαίνουν, κι άλλο κι άλλο και να ανεμίζουνε στον ουρανό σαν κόκκινα, κίτρινα και πράσινα μπαλόνια Κι εμείς να τα κοιτάμε καθώς φεύγουνε και να γελάμε, να γελάμε ξαπλωμένοι κάτω από την αμυγδαλιά της αυλής Και τους κουνούσαμε τα χέρια γιατί δεν είχαμε πρόχειρο μαντήλι Ανάσκελα ξαπλωμένοι Καλό ταξίδι τους λέγαμε     Κι η μυγδαλιά στον αποχαιρετισμό της τίναξε τα κλαδιά της και πέσανε βροχή τα όμορφα λουλούδια Και εμείς κοιτούσαμε τα όνειρά μας να φεύγουν μέχρι που τ΄ άνθια της αμυγδαλιάς σκέπασαν τα μάτια μας, αγκάλιασαν τα βλέφαρά μας Μια  άσπρη κορδέλα ζ

Τρένο

Εικόνα
Κάπου μες το μοβ του ουρανού, ταξιδεύω με τρένο Ταξιδεύεις κι εσύ, μα σε άλλο βαγόνι Σ΄ έχω αφήσει εκεί μες στη σκόνη Από σένα, τίποτα δεν περιμένω Θα ΄σαι βουβός επιβάτης… Σε καμιά στάση δε θα κατέβεις Με την παρουσία σου απλά διαφεντεύεις Στέκεσαι εκεί μια γωνιά του μυαλού μου γεμίζεις Γλυκά μου θυμίζεις πως το τρένο διαγράφει πορεία. Εύη Κατσίκα φωτογραφία Владимир Харитонов / pixabay