Ποτέ δεν είσαι ήσυχος




- Διάολοι, ε, διάολοι, είπε κι άφησε  το δεύτερο κουταλάκι στον νεροχύτη πλαταγίζοντας τα χείλη.
Με την ξύλινη κουτάλα ανακάτεψε ακόμη μια φορά το φαγητό και σιγούρεψε την ένταση της κουζίνας στο μισό. «Είναι σχεδόν έτοιμο», σκέφτηκε και μετά ξανάπιασε τους διαόλους από κει που τους είχε αφήσει.
- Διάολοι, ε, διάολοι, ξανάκανε  κι άρχισε να πλησιάζει τις φωνές και τις εικόνες.
Συνήθεια κακή, να της αφήνει την τηλεόραση ανοικτή κάθε φορά που έφευγε. Λες κι ήθελε να της υπενθυμίζει την παρουσία του ή την απουσία του όσο αυτός θα έπινε το πρωινό τσιπουράκι  στο καφενείο. Αυτή προτιμούσε το πορτοκαλί ραδιοφωνάκι της, από τότε που ήταν κοριτσάκι ακόμη, εδώ και 60 χρόνια.
Κοίταξε τη σκόνη και τα χαλάσματα, κάτι σκιές να τρέχουν εδώ κι εκεί, βουή και θόρυβος πάνω από τα κεφάλια. Ο εκφωνητής με ήρεμη φωνή εξηγούσε, δεν άκουσε και πολλά. Κάτι για χημικά, κάτι για ειρήνη, κάτι για παιδιά…
- Χημικά και σκατά, είπε και άπλωσε τις παλάμες ανοικτές τη μια πάνω στην άλλη.
Δεν θυμόταν αυτή τι της έλεγε η μάνα της, για σπίτια γκρεμισμένα, για παιδιά μισογερμένα στην άκρη του δρόμου, για γέρους που μόλις έσερναν τα πόδια τους;
- Διάολοι, ρε, φτου σας ρε, διάολοι! Τα ίδια και τα ίδια μια ζωή! Σκατάνθρωποι! είπε και το βλέμμα της έπεσε στο παράθυρο. Πάτησε με δύναμη το κουμπί κι έκλεισε την τηλεόραση.
Είχαν έρθει λίγο νωρίτερα. Ίσιωσε με βιάση την ποδιά της, πέρασε με το χέρι τα μαλλιά  κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Η εγγονή έπεσε πάνω της.
- Γιαγιά, γιαγιά! Ο μπαμπάς ξεφορτώνει, εγώ είδα τα παιδιά. Σε φιλώ και φεύγω, με περιμένουν. Θα παίξουμε όλοι μαζί.
- Προσοχή, είπε η γιαγιά. Προσοχή!
- Τι προσοχή, ρε γιαγιά; Εδώ θα είμαι.
- Εσύ πρόσεχε, είπε και σήκωσε ανήσυχη τα μάτια της στον ουρανό. Ποτέ δεν είσαι ήσυχος με δαύτους. Μπορούν να εμφανιστούν και κατά δω! Άκου που σου λέω! Διάολοι, ε, διάολοι! είπε και τους ξανάπιασε από κει ακριβώς που τους είχε παρατήσει.



Κείμενο - Φωτογραφία
Σέβη Κωνσταντινίδου



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Το έβγαλες;